Οι παραστρατιωτικές επιχειρήσεις της CIA με επίκεντρο την Ελλάδα, όπως και κάθε πολεμική επιχείρηση και πράξη δολιοφθοράς, είχαν σκαμπανεβάσματα και ανατροπές, εξαρτούνταν από απρόβλεπτους παράγοντες και επηρεάζονταν από υποκειμενικές αδυναμίες , ακόμη και από την τύχη. Αυτό που συνέβη, όπως, στις 27 Οκτωβρίου 1949, σε καμία περίπτωση, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί «τυχαίο γεγονός». Την ημέρα αυτή, μία περίπολος του ελληνικού στρατού, συνέλαβε στην περιοχή Πωγωνίου, έξι αλβανούς, οι οποίοι προσπαθούσαν να περάσουν παράνομα τα σύνορα της χώρας.
Εκ πρώτης όψεως, ήταν μία συνηθισμένη σύλληψη «αποστατών του καθεστώτος του Χότζα». Έτσι, οδηγήθηκαν στα Ιωάννινα, όπου κλειδώθηκαν σ΄ ένα δωμάτιο της Υπηρεσίας Πληροφοριών. Ένας αξιωματικός άρχισε να τους ανακρίνει. Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, αποκάλυψαν ότι ήταν σε «διατεταγμένη υπηρεσία» και ότι έπαιρναν μέρος σε μία μυστική επιχείρηση με στόχο την ανατροπή του Χότζα. Σήμανε συναγερμός, μόλις ενημερώθηκε για τη σύλληψη, εκτός των άλλων, και ο αξιωματικός-σύνδεσμος του ελληνικού στρατού με τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ.
Σύμφωνα με το σχετικό έγγραφο της CIA, οι συλληφθέντες ήταν οι εξής:
a. Asian Jamal
b. Jafer Ali
c. Balm (σ.σ. έτσι αναφέρεται στο σχετικό έγγραφο)
d. Aki Gambit
c. Anko Daouti
f. Berdouli Berlesi
Ανδρές των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ, αν και με μεγάλη δυσκολία, απαίτησαν και παρέλαβαν τους συλληφθέντες, τους οποίους και μετέφεραν σε ένα κρησφύγετο, που διατηρούσαν οι Αμερικάνοι στην Κηφισία, στην Αθήνα, υπό άκρα μυστικότητα. Εκεί, κατά τη δεύτερη ανάκριση, οι συλληφθέντες ενημέρωσαν τους Αμερικανούς ότι είχαν προσληφθεί πριν από περίπου δύο μήνες στο Μπάρι της Ιταλίας και αφού εκπαιδεύτηκαν από έξι εκπαιδευτές στη Μάλτα, μ΄ επικεφαλής έναν συνταγματάρχη, ρίχθηκαν «στη ζώνη επιχειρήσεων».
Τα μέλη της ομάδας που πιάστηκαν στην πριοχή Πωγωνίου, όπως διαπιστώθηκε, μεταφέρθηκαν στις ακτές της Αλβανίας με το πλοίο «Stormie Seas», το οποίο είχε ως «ορμητήριό» τους Οθωνούς, βόρεια της Κέρκυρας. Από εκεί έφθασαν στην περιοχή του Τεπελενίου και του Ωραιοκάστρου, όπου διαπίστωσαν «μεγάλης κλίμακας επιχείρηση από τις αρχές ασφαλείας της Αλβανίας». Τα μέλη της ομάδας, παρά τις προσπάθειές τους, όπως ισχυρίσθηκαν, δεν μπόρεσαν να στείλουν σήμα με τον ασύρματο , κάτι που αργότερα επιβεβαιώθηκε και από το σταθμό της Κέρκυρας. Όταν ρωτήθηκαν για το σύστημα κρυπτογράφησης είπαν ότι αντικαθίσταται κάθε γράμμα της αλφαβήτου με έναν τριψήφιο αριθμό όπως στην περίπτωση της cryptographice.
Οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας απέδωσαν τη «μεγάλης κλίμακας επιχείρηση των αρχών της Αλβανίας» σε τυχαίο γεγονός, το οποίο δεν θα έπρεπε να επηρεάσει τις παραστρατιωτικές επιχειρήσεις. Η εκτίμηση αυτή, ωστόσο, υπήρξε λανθασμένη, καθώς σύντομα θα αποδειχθεί, όπως θα δούμε παρακάτω, ότι πίσω από την κινητοποίηση των αρχών της Αλβανίας, «υποκρυπτόταν» ένα από τα μεγαλύτερα κατασκοπευτικά παιχνίδια της μεταπολεμικής περιόδου, με πρωταγωνιστή τον Κίμ Φίλμπυ, ο οποίος την εποχή αυτή ήταν «σύνδεσμος» μεταξύ της MI6 και της CIA στην Ουάσιγκτον.
Έτσι κι αλλιώς, όμως, οι μυστικές υπηρεσίες των δύο χωρών, της Βρετανίας και των ΗΠΑ, έλαβαν αυξημένα μέτρα ασφαλείας, αν και δεν μπορούσαν, σε καμία περίπτωση, να φανταστούν ότι το σχέδιο των παραστρατιωτικών επιχειρήσεων σε βάρος των (πρώην) σοσιαλιστικών χωρών, είχε προδοθεί. Οι δύο Βρετανοί πράκτορες, οι Μπάρκλευ και Λήθαμ, που φέρονταν ως ιδιοκτήτες του «Stormie Seas», οι οποίοι την εποχή του εμφυλίου μετέφεραν όπλα στον εθνικό στρατό και κατόπιν μισθώθηκαν για την κοινή επιχείρηση της CIA και της ΜΙ6, , αποζημιώθηκαν με το ποσό των 500 λιρών ο καθένας, και υποχρεώθηκαν να «λύσουν» τα συμβόλαια που είχαν υπογράψει.
Ο Έλληνας ναυτικός Ντίνος Μαύρος, που μετείχε του πληρώματος το οποίο απολύθηκε, μπήκε στο μισθολόγιο της CIA, η οποία, από κοινού με την MI6, αποφάσισαν να «ρίξουν» στην επιχείρηση ένα άλλο πλοίο, το «Ενριέττα», πού άλλοτε ανήκε στο γερμανικό ναυτικό και χρησίμευε σαν ναυαγοσωστικό. Είχε μήκος 74 πόδια, τα πλαίσια του ήταν χαλύβδινα και διέθετε δύο μηχανές Μερσεντές των εννιακοσίων ίππων η κάθε μία. Πλοίρχος ήταν ο Τζέημς Μπλάκμπερν, πρώην πιλότος της ΡΑΦ. Το πλοίο μετασκευάσθηκε στα ναυπηγεία του Τέντιγκτον.
«Το πλήρωμα αποτελούσαν δύο πρώην λαθρέμποροι, ένας μάγειρας που δεν είχε ιδέα από μαγειρική και ένας μηχανικός που έβαζε λάθος λάδι στη μηχανή με αποτέλεσμα να την καταστρέψει ολοσχερώς. Τα χρώματά του: βαθύ πράσινο για το κύτος, ανοικτό μπλέ για τις καμπίνες του καταστρώματος και κίτρινα φινιστρίνια. Τα έξοδα των επισκευών από το σφάλμα του μηχανικού και τα έξοδα της επιχείρησης τα πλήρωνε πλέον η CIA»
Μετά την αποτυχία της πρώτης απόπειρας διείσδυσης στην Αλβανία, η CIA αναλαμβάνει την «πρωτοκαθεδρία» στην παραστρατιωτική επιχείρηση, αν και η ΜΙ6 εξακολουθεί να διαδραματίζει ενεργό ρόλο: Στέλνει στην Αθήνα δύο επιχειρησιακούς πράκτορες, οι οποίοι την εποχή του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου υπηρετούσαν σε μονάδες κομάντος, τους Μπίλ Μπρούμελ και Οράτιο Φούλερ, δημιουργεί μονάδες υποστήριξης και στρατόπεδα εκπαίδευσης στην Αθήνα, και δεν συνεργάζεται απλώς, αλλά καθυποτάσει και εντάσσει πλήρως τις μυστικές υπηρεσίες και τις αρχές ασφαλείας της Ελλάδας στους σκοπούς της επιχείρησης.
Το αεροδρόμιο της Ελευσίνας περνάει κάτω από τον απόλυτο έλεγχο της CIA, η οποία μεταφέρει σ΄ αυτό μετασκευασμένα πολεμικά αεροσκάφη, τα οποία πραγματοποιούν νυκτερινές, κυρίως, πτήσεις προς όλες, σχεδόν, τις (πρώην) σοσιαλιστικές χώρες και ρίχνουν αλεξιπτωτιστές και προπαγανδιστικά φυλλάδια. Στη Βούλα δημιουργείται ένα στρατόπεδο εκπαίδευσης των πρακτόρων στη χρήση ασυρμάτων και ανορθόδοξου πολέμου, το οποίο φέρει την κωδική ονομασία «Φάρμα»
«Το κέντρο κατάρτισης Farm», αναφέρεται σε έγγραφο του κλιμακίου της CIA στην Αθήνα προς το Κέντρο, «είναι περίπου 10 μίλια από την Αθήνα, στην αραιοκατοικημένη περιοχή της Βούλας. Η περιοχή της κατάρτισης εκτείνεται σε περίπου 125 μέτρα μάκρος και 45 μέτρα πλάτος. Η περιοχή του στρατοπέδου περιβάλλεται από έναν φράκτη, ύψους 4 ποδιών, με σύρμα βαρέως τύπου. Οι πλευρές του στρατοπέδου περιβάλλονται από κέδρους ύψους περίπου 30 ποδιών που το καθιστούν αόρατο. Στο χώρο υπάρχουν τρία σπίτια, ένα γκαράζ και μία κουζίνα. Στο πρώτο σπίτι διαμένουν οι πράκτορες, στο δεύτερο οι εκπαιδευόμενοι και στο τρίτο το βοηθητικό προσωπικό. Ο επιστάτης και η σύζυγός του, οι οποίοι έχουν ελεγχθεί εξονυχιστικά. Ο χώρος έχει μισθωθεί ως το Δεκέμβριο 1952, από έναν Έλληνα, ο οποίος διαμένει στη Βραζιλία και δεν γνώριζει τίποτα για την επιχείρηση».
Για τις ανάγκες της επιχείρησης οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ μίσθωσαν δεκάδες σπίτια και ξενοδοχεία στην περιοχή της Αττικής, τα οποία τα μετέτρεψαν σε κρησφύγετα, έτσι ώστε να διασφαλίσουν την αναγκαία κάλυψη. Όπως προκύπτει από τα έγγραφα της CIA , σπίτια είχαν μισθωθεί στην Κηφισιά, στην Εκάλη, τον Παράδεισο Αμαρουσίου, το Ψυχικό και τον Πειραιά. Ειδικές συμφωνίες είχαν κλείσει με ξενοδοχεία στην Ομόνοια, ενώ είχαν μισθώσει και σπίτι στην οδό Ρηγίλλης, όπου εγκαταστάθηκαν τα άτομα τα οποία ανέλαβαν να συντάσσουν τα φυλλάδια προπαγάνδας. Τα φυλλάδια αυτά, όπως θα δούμε, συντάσσονταν στην Αθήνα, αλλά τυπωνόταν στην Γερμανία, έτσι ώστε να διασφαλιστεί η «στεγανότητα» της επιχείρησης.
Εκτός από την Βούλα, η CIA διατηρούσε ακόμη ένα στρατόπεδο, το οποίο ονόμαζε «ράντζο».
«Υπάρχει ένα κρησφύγετο στο Μενίδι», αναφέρεται στο σχετικό έγγραφο του κλιμακίου της CIA «που βρίσκεται περίπου 15 χιλιόμετρα από την Αθήνα σε μια αραιοκατοικημένη περιοχή. Το σπίτι αποτελείται από ένα υπόγειο με τρία δωμάτια και ένα ισόγειο με τέσσερα δωμάτια. Μισθώθηκε από έναν ηλικιωμένο, που εμφανίζεται ως πληρεξούσιος του ιδιοκτήτη και γνωρίζει καλά ιταλικά, όπως και η γυναίκα του».
Και συνεχίζει: «Τα μέλη της ομάδας που διαμένουν στο Μενίδι επιβιβάζονται σε ένα προκαθορισμένο σημείο έξω από την πόλη και μεταφέρονται στην τοποθεσία Ranch . Το κέντρο κατάρτισης Ranch είναι περίπου επτά χιλιόμετρα από την Αθήνα. Η περιοχή έχει περίπου 75 μέτρα μήκος και 50 μέτρα πλάτος. Είναι περιφραγμένη σε όλες τις πλευρές από έναν τύπο καλωδίου βαρέως τύπου. Η μπροστινή πλευρά προστατεύεται από δέντρα. Στην κλειστή περιοχή υπάρχουν τρία μικρά σπίτια: (1) ένα σπίτι που είναι απέναντι από την κύρια είσοδο χρησιμοποιείται ως κατοικία του επιστάτη και ως τραπεζαρία για τους πράκτορες (2) ένα δεύτερο οίκημα, περίπου δέκα μέτρα πίσω από το πρώτο σπίτι, χρησιμοποιείται ως αίθουσες διδασκαλίας και για την αποθήκευση των προμηθειών, και (3) ένα σπίτι που βρίσκεται στη κέντρο της τοποθεσίας χρησιμοποιείται από το επιτελικό προσωπικό. Η θέση αυτή θεωρείται ιδανική, αν και υπάρχουν κοντά κι άλλα σπίτια. Κι αυτό γιατί , το Ranch βρίσκεται στο τέλος ενός δρόμου-αδιεξόδου, πίσω από το οποίο υπάρχουν λόφοι. Η περιοχή πίσω από το Ranch χρησιμοποιείται για εξάσκηση, αναγκαστικές πορείες και ως χώρος βολής«
»Η διοίκηση του πεδίου έλαβε τα εξής μέτρα προκειμένου να διασφαλίσει την ασφάλεια της περιοχής κατάρτισης.
»a. Απαγόρευσε οποιαδήποτε κίνηση των πρακτόρων έξω από το χώρο, εκτός κι αν συνοδεύονται από έναν αξιωματικό εκπαίδευσης.
»b. Περιόρισε (σ. σ. προφανώς σε συνεννόηση με τις μυστικές υπηρεσίες της Ελλάδας) την πρόσβαση μόνον σ΄ορισμένα αυτοκίνητα στο χώρο.
»c. Περιορίστηκε ο αριθμός των υπαλλήλων της υπηρεσίας που μπορούν να έχουν επαφή με την ομάδα.
»d. Ενημερώθηκαν οι πράκτορες ώστε να αποφεύγουν οποιεσδήποτε ανεπιθύμητες ερωτήσεις με έξυπνο τρόπο.
»e.Δημιουργήθηκαν ειδικοί περιπόλοι οι οποίοι κάνουν επιτόπιους ελέγχους, ώστε να διασφαλιστεί ότι κανένας δεν θα βρίσκεται έξω από τα όρια του χώρου κατάρτισης.
Για το πρόγραμμα της κατάρτισης των πρακτόρων στο «ράντζο» σημειώνεται ότι «τα μέλη της ομάδας συμμετέχουν σε ένα πρόγραμμα κατάρτισης που αποτελείται από:
»-χάρτη και πυξίδα
»-αποσυναρμολόγηση και συναρμολόγηση των όπλων
»-καθημερινές πορείες σε ορεινές περιοχές στις οποίες μεταφέρουν και τον εξοπλισμό τους
»- τεχνικές επιβίωσης σε εχθρική περιοχή
»-πρώτες βοήθειες και κανόνες υγιεινής
»- χρήση συμπυκνωμένου μερίδων φαγητού
»-χειρισμό ασυρμάτων στη ζώνη ρίψης ώστε να είναι σε θέση να έρθουν σε επαφή με τη βάση
»-ζητήματα πολιτικού ενδιαφέροντος για την κατάσταση που επικρατεί στις ενδιαφερόμενες χώρες
»-χρήση των σταγόνων υδροκυανίου στην περίπτωση που πέσουν στα χέρια του εχθρού»
Οι πράκτορες που έπεφταν με αλεξίπτωτα στις (πρώην) σοσιαλιστικές χώρες, έρχονταν με ειδικές πτήσεις στο αεροδρόμιο του Ελληνικού από τη Γερμανία , «συγκεκριμένες ώρες που δεν παρατηρούταν αυξημένη κίνηση» και «με τη συνοδεία της ελληνικής αστυνομίας που λάμβανε αυξημένα μέτρα ασφαλείας», έφθαναν στη «φάρμα» ή το «ράντζο». Από εκεί, μετά από την ταχύρυθμη εκπαίδευση στη χρήση ασυρμάτων, και πάλι με τη συνοδεία της ελληνικής αστυνομίας, μεταφέρονταν σε κλειστά φορτηγά στο αεροδρόμιο της Ελευσίνας, όπου επιβιβάζονταν σε ειδικά διασκευασμένα αεροπλάνα, των οποίων το πλήρωμα ήταν Πολωνοί εξόριστοι που τη διάρκεια του πολέμου ήταν στην ΡΑΦ, τα οποία τους μετέφεραν και τους έριχναν σε ειδικές και, εκ των προτέρων, επιλεγμένε ζώνες στην Αλβανία, τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία.
Η CΙΑ διατηρούσε ένα στρατόπεδο στη Γερμανία, σε απόσταση δύο χιλιομέτρων από το Murnau, περίπου 60 χιλιόμετρα από το Μόναχο, το οποίο υποστηριζόταν από ένα τάγμα Μηχανικού του αμερικάνικου στρατού. Το στρατόπεδο, «που κάλυπτε περίπου εξήντα στρέμματα, ήταν περιφραγμένο και απροσπέλαστο από όλες τις πλευρές. Απέναντι από την κύρια πύλη του κτήματος ήταν ένα σπίτι, ένας ξενώνας και το κύριο Μέγαρο. Όλοι οι ένοικοι εκδιώχθηκαν με εξαίρεση δύο οικογένειες, οι οποίες κρίθηκε ότι θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως βοηθητικό προσωπικό. Οι δύο οικογένειες δεν είδαν ποτέ την εκπαίδευση των πρακτόρων που γινόταν γύρω από την κύρια έπαυλη του κτήματος. Η κατάρτιση για τις ρίψεις με αλεξίπτωτο (σ.σ. που αποτελούσε την κύρια εκπαίδευση στη Γερμανία) γινόταν σε ένα παλιό γήπεδο τένις που περιβαλλόταν από δέντρα. Γι΄ αυτό το λόγο χρησιμοποιούνταν οι εγκαταστάσεις του στρατού, η έδρα του οποίου βρίσκεται περίπου επτά χιλιόμετρα από Murnau».
Αλλά και τα μέτρα ασφαλείας για τη στρατολόγηση των πρακτόρων υπήρξαν δρακόντεια. Ενδεικτικό είναι ότι υπάρχει αναφορά του πρακτόρων της CIA προς τον επικεφαλής του OPC, η οποία αποκαλύπτει ότι:
«Οι Raymond K. Balster και Naylan L. Allard συμφώνησαν να συστήσουν μία εταιρεία που θα τσεκάρει τυχόν παρανομίες στις οποίες κατέφευγαν οι «ατζέντηδες» που είχαν αναλάβει την στρατολόγηση των πρακτόρων». Επιπλέον, «οι ομάδες που θα εκπαιδεύονται στο εν λόγω στρατόπεδο, θα μεταφέρονται στο χώρο εκπαίδευσης από μια συγκεκριμένη εταιρεία, η οποία κάθε ημέρα μετά την ολοκλήρωση της εκπαίδευσης, θα τους μεταφέρει στην έδρα της». «Θα πρέπει να υπάρχει τέτοια κάλυψη», αναφέρεται χαρακτηριστικά, «ώστε ακόμη και αν αποκαλυφθεί κάποιο άτομο να μη συνδεθεί με την επιχείρηση. Στόχος είναι να μην αποκαλυφθεί η επιχείρηση και να μην γίνει αντικείμενο έρευνας. Οι ομάδες θα τους παίρνουν από την εταιρεία κατά γκρούπ – πέντε ή έξι άνδρων -, και θα τους πηγαίνουν σε εκπαίδευση και μετά την ολοκλήρωσή της εκπαίδευσης οι ομάδες θα επιστρέφουν στην εταιρεία».
Η εταιρεία, από την πλευρά της, είχε μισθώσει διάφορα σπίτια, στα οποία διέμεναν οι ομάδες των πρακτόρων που εκπαιδεύονταν στο στρατόπεδο του Murnau. Η κάλυψη για τα κέντρα εκπαίδευσης την είχε ένας ένας ιδιωτικός οργανισμός – μαϊμού, που «έχει σχέση με την έρευνα και θα χρηματοδοτείται από πανεπιστήμια και εμπόρους όπλων. Με αυτόν τον τρόπο, δεν θα επιτρέπεται, εκτός των άλλων, και η είσοδος σε πρόσβαση σε άτομα που δεν έχουν δουλειά, ενώ δικαιολογείται και η εκπαίδευση στα όπλα.»
«Οι εκπαιδευτές», τονίζεται στο ίδιο έγγραφο, «θα φθάσουν στη Γερμανία με τουριστικές βίζες διάρκειας 120 ημερών. Αν χρειαστεί να παραμείνουν παραπάνω, θα επιλαμβάνεται ο τοπικός σταθμός. Η αλληλογραφία τους θα διενεργείται μέσω ιδιωτικών διευθύνσεων και δεν θα έχουν καμία επαφή με τους τοπικούς υποσταθμούς της υπηρεσίας. Ιδανικά το κέντρο εκπαίδευσης πρέπει να είναι σαν ένα κυνηγετικό καταφύγιο με δύο τρία σπίτια σε μία απομονωμένη περιοχή. Τα σπίτια θα πρέπει να παίρνουν 20 εκπαιδευόμενους, πέντε εκπαιδευτές, βοηθητικό προσωπικό και τα άτομα της ασφάλειας»
Η πρώτη ομάδα εκπαιδευόμενων έφθασε στο Murnau τη νύκτα της 12ης Οκτωβρίου 1950. Είχαν παραληφθεί από μία εταιρεία – βιτρίνα του Μονάχου. Η εταιρεία αυτή δραστηριοποιούταν σε έργα ανοικοδόμησης της Γερμανίας μετά τον Πόλεμο. Τα άτομα που επιλέγονταν για τις παραστρατιωτικές επιχειρήσεις της CIA, προσλαμβάνονταν ως εργαζόμενοι στην εν λόγω εταιρεία, η οποία χρησιμοποιούταν ως προκάλυμμα για την επιχείρηση. Για την μεταφορά των πρακτόρων από τους χώρους εργασίας τους και την επιστροφή τους και πάλι στους χώρους εργασίας μετά την εκπαίδευση, χρησιμοποιούνταν αυτοκίνητα- καμουφλάζ, όπως σχολικά λεωφορεία ή ακόμη και ασθενοφόρα.
«Η τοποθεσία του κέντρου εκπαίδευσης», αναφέρεται χαρακτηριστικά σε ένα έγγραφο της CIA με ημερομηνία Νοέμβριος 1950, «ήταν ένα καλά κρυμμένο μυστικό. Ακόμη και οι πράκτορες, όταν ρωτήθηκαν μόλις έφθασαν στην Ελλάδα, που είχαν εκπαιδευτεί είπαν ότι το κέντρο εκπαίδευσης ήταν κοντά στο Berchtesgaden, Γερμανία».
Πολύ προτού τεθούν σε λειτουργία τα στρατόπεδα εκπαίδευσης στην Αθήνα και το Μόναχο (ειρήσθω εν παρόδω, το στρατόπεδο στο Murnau ήταν πάρα πολύ κοντά στην έδρα της ημινόμιμης-την εποχή εκείνη-, οργάνωσης του Γκέλεν) και αμέσως μόλις έκλεισε η συμφωνία με τον στρατάρχη Παπάγο, η CIA είχε αποφασίσει να δημιουργήσει ένα πλωτό ραδιοσταθμό προπαγάνδας. Στις 31 Αυγούστου 1949, το FBI εκδίδει ένα υπόμνημα προς τις υπηρεσίες του, σύμφωνα με το οποίο, οι ΗΠΑ για λόγους εθνικής ασφάλειας θα πρέπει να προχωρήσουν στην ενοικίαση «ελαφρών πλοίων και αεροσκαφών». Γι΄ αυτό το λόγο, όπως σημείωνε, θα πρέπει να τηρηθεί «απόλυτη μυστικότητα».
Οι υπηρεσίες του FBI ήρθαν σε επαφή με άτομα τα οποία έχουν πείρα στα ναυτιλιακά από τα οποία ζητησαν, μεταξύ των άλλων, να διαπιστώσουν: 1. αν μπορεί να βρεθεί ένα πλοίο το οποίο θα μπορεί να μεταφέρει νερό σε περίπτωση πολεμικής σύρραξης στην Ελλάδα και 2. αν υπάρχει για αγορά ένα ιστιοφόρο με μηχανή για επιχειρησιακή δραστηριότητα στα Ιόνια νησιά και τους Παξούς».
Το FBI στην προκειμένη περίπτωση ενεργούσε για λογαριασμό της CIA. Σ΄ ένα έγγραφο με ημερομηνία 3 Οκτωβρίου 1949, που υπογράφει ο επικεφαλής του OPC, Φράνκ Γουίσνερ, αποκαλύπτεται ότι η αγορά του πλοίου αποβλέπει στη δημιουργία πλωτού ραδιοφωνικού σταθμού. Οι δυσκολίες εντοπίζονται στο αν θα εκπέμπει στα μεσαία ή τα βραχεία. Γι΄ αυτό το λόγο επιστρατεύεται ένας τεχνικός, ο οποίος ανέλαβε να κάνει μελέτες σε ένα σκάφος που βρίσκεται στις ΗΠΑ.
Το Δεκεμβρίου 1949 ο Φράνκ Γουίσνερ ενημερώνει ότι εγκρίθηκαν, σύμφωνα με το άρθρο 8, του κανονισμού του Εμπιστευτικού Ταμείου περίπου 56,000 δολάρια για τη δημιουργία σταθμού προπαγάνδας. «Ο έλεγχος της παραγωγής προπαγάνδας», όπως σημειώνεται, «θα ασκείται με βάση τις κατευθύνσεις από κεντρικά γραφεία της CIA , στην Ουάσιγκτον, από το κοινό επιχειρησιακό κέντρο των δύο μυστικών υπηρεσιών, της CIA και της MI6 στην Αθήνα, όπως προβλέπεται από το μνημόνιο της βρετανο-αμερικανικής συνεργασίας που αναθεωρήθηκε στις 6 Δεκεμβρίου 1949».
Στο ίδιο έγγραφο αναφέρεται ότι στο πλοίο, επάνω στο οποίο θα εγκατασταθεί ο πλωτός ραδιοφωνικός σταθμός, θα κάνει «κρουαζιέρα κάτω από την μπότα της Ιταλίας, περίπου 180 μίλια από την Μάλτα».
Σύμφωνα με ένα άλλο έγγραφο του Φράνκ Γουίσνερ, που φέρει ημερομηνία 21η Απριλίου 1950, το σκάφος πρέπει να είναι σε θέση να εκπληρώσει τις ακόλουθες λειτουργίες:
«a .να υποστηρίξει το προσωπικό προπαγάνδας πέντε ατόμων
»b. να μεταφέρει αρκετό νερό, καύσιμα και τρόφιμα ώστε να παραμένει εν πλω στο ( σ.σ. τακούνι της Ιταλίας ) για τουλάχιστον δώδεκα διαδοχικές ημέρες πριν επιτρέψεις τη βάση του στην Αθήνα.
»c. Να διαθέτει επαρκή χώρο που θα επιτρέπει την εγκατάσταση του ραδιοεξοπλισμού και να ενός ραδιοφωνικού στούντιο».
Για την εξεύρεση του κατάλληλου σκάφους ζητήθηκε και η συνδρομή του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ. Η ιδέα, όμως, για την εγκατάσταση σε πλοίο ραδιοφωνικού πομπού μεσαίων κυμάτων εγκαταλείφθηκε μετά τη διαπίστωση ότι βασίστηκε σε «λανθασμένες πολιτικές και οικονομικές εκτιμήσεις». Η άλλη εναλλακτική λύση, δηλαδή η εγκατάσταση χερσαίου ραδιοπομπού μεσαίων κυμάτων, θα απαιτούσε την ανέγερση υψηλών ( concretebase) κεραιών στο ελληνικό ή ιταλικό έδαφος , «μια πολύ πιο ακριβή πρόταση που θα δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα». Επανέρχεται, ως εκ τούτου , στο προσκήνιο η δυνατότητα δημιουργίας πλωτού πομπού βραχέων κυμάτων. Το σκάφος, στο οποίο θα εγκατασταθεί «θα έχει τη βάση του σε κάποιο λιμάνι στην Ελλάδα»
Σύμφωνα με μια αναφορά της 27ης Ιουνίου του 1950, αποφασίστηκε να γίνει θαλάσσια έρευνα στην Μασαχουσέτη ώστε να διαπιστωθεί αν κάτι τέτοιο είναι εφικτό. Η έρευνα έγινε με τη χρησιμοποίηση του σκάφους KIMM μήκος 91 μέτρων.
Παράλληλα, η CIA άρχισε να προχωρεί τις διαδικασίες για την αγορά ενός σκάφους, προσφέροντας αρχικά 65.000 δολαρία σ΄ έναν μεσίτη γιότ, του οποίου η διεύθυνση ήταν: Gordon Raymond , 420 Lexington Avenue , New York 7. Η προσφορά απορρίφθηκε αλλά έγινε δεκτή η προσφορά των 70.000 δολαρίων.
Παράλληλα, στελέχη της CIA επισκέφθηκαν τη Βαλτιμόρη, όπου συναντήθηκαν με το δικηγόρο Γ. Keating Bowie, ο οποίος ανέλαβε την υποχρέωση να συστήσει μία εταιρεία με έδρα τη Βαλτιμόρη, υπό τον έλεγχο της οποίας θα περνούσε το σκάφος, έτσι ώστε να καλυφθεί η πραγματική του αποστολή.
‘Οπως προκύπτει από αναφορά της 24 Μαΐου 1950, τα στελέχη της CIA διαπραγματεύονταν την αγορά ακόμη δύο σκαφών, του IRMAY πανί κινητήρα, το οποίο θεωρήθηκε ότι είναι «το πιο προσαρμόσιμο με βάση τις απαιτήσεις της εκπομπής , την ευελιξία, τα καταλύματα για το πλήρωμα και τη διαμονή του προσωπικού» και του SERVA LE BARI . Οι ιδιοκτήτες τους έδωσαν το λόγο τους στους εκπροσώπους της CIA ότι τα πωλούν λόγω «δυσκολιών στους γάμους τους». Ο κ. Irwin Cohn , ο ιδιοκτήτης του IRMAY, χαρακτηρίζεται ως «πολύ ευμετάβλητη φύση και ως εκ τούτου συνιστάται προσοχή στις διαπραγματεύσεις».
~~~~~~~~~~~~~~
Στο επόμενο: Η μεταφορά του σκάφους στην Πάτρα, τα πεταμένα λεφτά, τα «μπαλόνια των Γιαπωνέζων», η βάση στις Αλκυονίδες νήσους, οι… αγνώστου ταυτότητας σκελετοί στα νησία και οι έλληνες πράκτορες…
__________
σε FEATURED 14/09/2014